exudative - ορισμός. Τι είναι το exudative
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι exudative - ορισμός

FLUID EMITTED THROUGH PORES OR A WOUND
Exudative; Exudates and transudates; Serous exudate; Exudation; Excudate; Exude; Exudates; Exudes; Exuding; Exuded; Exsūdāre; Exsudative; Exsudation; Exsudate; Plant exudates; Plant exudate
  • Exudate from a wound on a human finger

Familial exudative vitreoretinopathy         
  • Laser photocoagulation involves using a laser to cauterize the portions of retina which are not supplied by blood vessels.
RETINAL VASCULAR DISEASE CHARACTERIZED BY THE PREVENTION OF BLOOD VESSEL FORMATION AT THE EDGES OF THE RETINA AND THE HEMORRHAGE OF THE BLOOD VESSELS IN THE RETINA
Exudative vitreoretinopathy
Familial exudative vitreoretinopathy (FEVR, pronounced as fever) is a genetic disorder affecting the growth and development of blood vessels in the retina of the eye. This disease can lead to visual impairment and sometimes complete blindness in one or both eyes.
exudation         
n.
Excretion, secretion, sweating, oozing.
Exuding         
·p.pr. & ·vb.n. of Exude.

Βικιπαίδεια

Exudate

An exudate is a fluid emitted by an organism through pores or a wound, a process known as exuding or exudation.Exudate is derived from exude 'to ooze' from Latin exsūdāre 'to (ooze out) sweat' (ex- 'out' and sūdāre 'to sweat').